ὑψικόμους

ὑψικόμους
ὑψίκομος
with high-bound tresses
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιλνώ — άω, Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, τό κάνω να πλησιάσει («δρῡς ὑψικόμους... πιλνᾷ χθονὶ... ἐμπίπτων Βορέας», Ησίοδ.) 2. προσεγγίζω, έρχομαι κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός τ. τού πίλναμαι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”